στενοχωρῇ

στενοχωρῇ
στενοχωρέω
to be straitened
pres subj mp 2nd sg
στενοχωρέω
to be straitened
pres ind mp 2nd sg
στενοχωρέω
to be straitened
pres subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στενοχωρῆ — στενοχωρής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) στενοχωρής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) στενοχωρής masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενοχωρώ — και στεναχωρώ στενοχώρη(ε)σα, στενοχωρή(έ)θηκα, στενοχωρη(ε)μένος, κάνω κάποιον να λυπηθεί, να νιώσει στενοχώρια: Με στενοχώρησες μ αυτά που είπες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • δυσθετώ — δυσθετῶ ( έω) (Α) 1. είμαι δυσαρεστημένος για κάτι 2. βρίσκομαι σε στενόχωρη κατάσταση 3. δυσαρεστούμαι, δυσανασχετώ («ὑπὸ τοῡ ἐκπεπλῆχθαί τε καὶ τῇ τύχῃ ὀργίζεσθαι δυσθετούμενος ἀνέτρεψεν», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • καταστενώ — καταστενῶ, όω (Α) 1. κάνω εντελώς στενό, περιορίζω εντελώς σε στενό χώρο, συστέλλω, εγκλείω, κλείνω μέσα 2. (ο παθ. παρακμ.) κατεστένωμαι είμαι πολύ στενός, έχω πολύ στενές εισόδους ή εξόδους 3. παθ. μτφ. καταστενοῡμαι, όομαι βρίσκομαι σε… …   Dictionary of Greek

  • μπουντρούμι — το 1. υπόγεια σκοτεινή και υγρή φυλακή 2. στενόχωρη και σκοτεινή υπόγεια κατοικία χωρίς αερισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < τουρκ. bodrum < ιππόδρομος] …   Dictionary of Greek

  • πολιορκώ — πολιορκῶ, έω, ΝΜΑ 1. αποκλείω με πολιορκία οχυρωμένη θέση με σκοπό την άλωση ή παράδοσή της («ἐπολιόρκησε τὴν Μίλητον τρόπῳ τοιῷδε», Ηρόδ.) 2. επιζητώ κάτι επίμονα και ενοχλητικά νεοελλ. περιτριγυρίζω κάποιο πρόσωπο με σκοπό την ερωτική κατάκτηση …   Dictionary of Greek

  • στενόχωρος — η, ο / στενόχωρος, ον, ΝΜΑ, και στενάχωρος και στανάχωρος, η, ο, Ν 1. αυτός που έχει στενότητα χώρου, αυτός που δεν έχει επαρκή χώρο, σε αντιδιαστολή με τον ευρύχωρο («στενόχωρο σπίτι») 2. συνεκδ. πληκτικός, πνιγηρός νεοελλ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • απορία — η 1. δύσκολη, στενόχωρη θέση: Βρισκόταν σε απορία, τι να κάνει. 2. αμφιβολία, αβεβαιότητα, άγνοια: Για να λύσει τις απορίες του, διάβαζε και ρωτούσε. 3. έκπληξη για κάτι, παραξένεμα: Έμαθα με απορία ότι αποφάσισες να πολιτευτείς. 4. έλλειψη πόρων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”